- μπουχός
- και μποχός, ο1. πυκνή αιωρούμενη σκόνη2. φρ. «έγινε μπουχός» — έφυγε τρέχοντας, εξαφανίστηκε.[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. mŭhŭ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουχός — μπουχός, ο και μουχός, ο (λ. σλαβ.), πυκνό σύννεφο σκόνης, ο κουρνιαχτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουχός — και μπουχός, ο σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. mŭhŭ] … Dictionary of Greek
μουχός — ο βλ. μπουχός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)